- διασφαγή
- διασφαγή, η (AM)1. χάσμα, άνοιγμα, ρήγμα2. διασφάξ*αρχ.υδατοφράκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασφαγῇ — διασφαγή gap fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγαῖς — διασφαγή gap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγαί — διασφαγή gap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγῆς — διασφαγή gap fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγήν — διασφαγή gap fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγῶν — διασφαγή gap fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγάς — διασφαγά̱ς , διασφαγή gap fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)